Τρίτη 8 Ιουνίου 2010

Μεγάλες αλήθειες σαν μικρά ψέματα


ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΚΥΝΗΓΩΝ ΟΠΩΣ ΤΙΣ ΔΙΗΓΕΙΤΑΙ Ο ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ ΚΟΥΤΡΟΥΜΠΑΣ ΑΠΟ ΤΗΝ ΚΑΣΤΑΝΙΑ

Του Ηλία Γ. Προβόπουλου

Ο Αποστόλης Κουτρούμπας από την Καστανιά της Ευρυτανίας, ένα όμορφο χωριό και ζωντανό ακόμη χωριό κοντά στον Προυσό που είναι κρεμασμένο πάνω από τον Κρικελοπόταμο, αναγνωρίζεται απ’ όλους ως ο πιο έμπειρος κυνηγός της περιοχής αλλά και ως ο άνθρωπος ο οποίος μπορεί να διηγηθεί ένα σωρό ωραίες ιστορίες γύρω από το κυνήγι και τους κυνηγούς του χωριού του. Φυσικά πριν αρχίσει να αφηγείται, πράγματα και θάματα που συνέβησαν είτε σε αυτόν, είτε τα άκουσε από άλλους – συνήθως κάποιους γέροντες του χωριού που κανένας εκτός από αυτόν, άντε και κάνα – δυο αιωνόβιες γριές δεν θυμούνται πλέον, κάνει ένα προλογάκο στον οποίο καταφέρνει και συμπυκνώνει όλη την άποψη των κυνηγών και των ψαράδων που πάνω τους στρέφεται μονίμως η μαύρη προπαγάνδα εκείνων που είναι ανίκανοι να βαρέσουν ένα λαγό ή να πιάσουν ένα ψάρι! Όπως και νάχει, ο Αποστόλης έχει γράψει μεγάλη ιστορία στο κυνήγι αλλά ματαίως προσπαθούν όλοι να τον πείσουν να πιάσει μολύβι και χαρτί και να γράψει αυτά που χωρίς δεύτερη κουβέντα, άμα τον προκαλέσουν αρχίζει να διηγείται στο καφενείο. Εν γνώσει του μάλιστα, ομολογώ, πως κάποιες φορές έβαλα δίπλα του το μαγνητόφωνο να γράψω κάποιες από τις ιστορίες που διηγείται, αλλά σαν έφτασε η πικρή ώρα της απομαγνητοφώνησης έπαθα ζαλάδα! Δεν ακουγόταν τίποτα γιατί, κανένας από την ομήγυρη δεν σταματούσε να παρεμβαίνει και να τον υπενθυμίζει πως την προηγούμενη φορά τα είχε πει διαφορετικά, πως λάθευε στο τάδε ή στο δείνα όνομα και ένα σωρό άλλα, σοβαρά και αστεία για να τον προκαλούν να λέει περισσότερα. Κι αυτό, γιατί οι ιστορίες που λέει ο Αποστόλης τις ξέρουν όλοι, αλλά όταν τις διηγείται είναι πάντα σαν να είναι η πρώτη φορά και από εκείνη τη στιγμή αρχίζει να ξετυλίγεται μια μακρά ιστορία κυνηγιού στην Καστανιά και λίγο πολύ όλοι θα ήθελαν να είναι και ένας προγονός τους, ανεξάρτητα αν ήταν κυνηγός ή όχι… Πέρα όμως από αυτά και αφού ο Αποστόλης μόνο για να διηγείται κάνει τον κόπο και δεν γράφει τίποτα, κατάφερα μια ημέρα που τον απομόνωσα και μου αφηγήθηκε με ησυχία κάποιες ιστορίες από τις οποίες σας μεταφέρουμε τρεις και άμα σας αρέσουν, αργότερα θα διαβάσετε και κάποιες άλλες. Υπενθυμίζω πάντως πως αλλιώς είναι να τον ακούτε, γιατί διατηρεί σε ένα βαθμό την ντοπιολαλιά και οπωσδήποτε σε αυτά τα κείμενα στα οποία προσπάθησα όσο μπορούσα να την κρατήσω, δεν έχουν όλη τη νοστιμάδα της πραγματικής αφήγησης. Φυσικά όλες οι ιστορίες του Αποστόλη ξεκινάνε από τότε που ήταν παιδί στην Καστανιά και οι πρωταγωνιστές τους είναι πρόσωπα του οικείου περιβάλλοντός. Αυτό το κάνει για να τονίσει αφενός μεν την οικογενειακή παράδοση και αφετέρου, να πει με τρόπο σε όλους για άλλη μια φορά την δική του θητεία στο κυνήγι. «Ήταν ένας μπάρμπας του πατέρα μου, τον έλεγαν Νίκο Καρβούνη αλλά όλοι τον φώναζαν Σκούρα. Αυτός ήταν από το Πρόδρομο και είχε πάρει γυναίκα τη Γεωργία, μια αδερφή του παππούλη μου, του Θανάση Κουτρούμπα και έρχονταν συχνά στην Καστανιά να επισκεφθεί το σοι. Αυτός λοιπόν ήταν πρώτος στα ψέμματα! Έρχονταν εδώ στον παππού μου που πήγαινε για πουλιά, καλή ώρα όπως πάω εγώ πούφερα σήμερα μια αρμάθα… «Λέει, του παππού: που τα βάρεσες αυτά Νάσιο; Να δεις μια πτυχιά που έκανε εγώ πρχθές! Μόλις έφευγα από εδώ να πάω στον Πρόδρομο και μόλις άφηκα το γεφύρι, λίγο πιο πάνω βλέπω πάνω σε μια φιλίκα, είχε σπόρια και εκεί έτρωγαν 50 κοτσύφια. Είχα ένα πριονάκι, κόβω τη φιλίκα στη ρίζα, την παίρνω στον ώμο και σιγά – σιγά να μη με καταλάβουν φτάνω στο σπίτι στο Γρανά. Χτυπάω λιγάκι την πόρτα να μη φύγουν, ανοίγει η γριά και μπαίνω με τη φιλίκα μέσα. Κλείνω την πόρτα και λέω της γριάς: ξεφτέρωσε τώρα μέχρι το πρωί. Πενήντα κοτσύφια ζωντανά μέσα στο σπίτι φλετούραγαν πέρα δώθε, αλλά από πού να φύγουν; Μια λαμπούλα είχαμε, δεν έφεγγε. Με το ξυθάλι τα βάραγε η γριά… Θες να πείς άλλα Σκούρα ή να ρίξω ένα πόρδο, τούλεγε ο παππούς. Αυτός δεν σταμάταγε, αρχίναγε καινούργια ιστορία. Πήγες για κανένα λαγό Νάσιο; Πήγα βρε, βάρεσα ένα χθες, έλεγε ο παππούλης. Α, να δεις εγώ προχθές, βγάνω έναν στη ράχη πάνω από το Γρανά, τέσσερις οκάδες. Η γριά είχε βάλει καζάνι στην αυλή να πλύνει κάτι παλιόρουχα και καθώς τον είχε πάρει από κοντά το σκυλί, αυτός καθώς δεν έβλεπε που πήδαγε, έπεσε μέσα στο καζάνι. Πήρε μια τρομάρα η γριά!» Ο Αποστόλης σχολιάζει πως ο τέσσερις οκάδες ο λαγός δεν γίνεται ποτέ, αυτός βάρεσε κάποτε έναν που ήταν όντως τρεις οκάδες και ήταν και μεγάλος στην ηλικία. Στους συγχωριανούς του όμως άρεσε να λένε ιστορίες για λαγούς – τέρατα που ζύγιζαν όσο ένα κατσίκι. Ένας μάλιστα, ο Αυφαντοκώστας (Κώστας Υφαντόπουλος) μαζί με ένα άλλον από το χωριό, πήγαν κάποτε στο μαγαζί και ανακοίνωσαν πως βάρεσαν πριν από λίγες ημέρες, ένα λαγό που ζύγιζε έξι οκάδες! Φυσικά κανένας δεν τους πίστεψε, αλλά δεν μπορούσαν να τους αμφισβητήσουν γιατί είχαν ήδη χωνέψει το στιφάδο. Ο Νάσιος Κουτρούμπας φαίνεται πως διασκέδαζε με τα ψέματα του γαμπρού του, αλλά δεν χρειάζονταν να τον παρακινήσει. Ο Σκούρας έβρισκε αφορμή από το παραμικρό να ξεφουρνίσει το επόμενο. Είδε λοιπόν που ο κουνιάδος του είχε απλωμένα τρία - τέσσερα κναβοτόμαρα να στεγνώσουν. «Εγώ έχω τρία σαν αυτά, του λέει. Τα δυο κνάβια τα έπιασα μέσα στην κάδη που είχα το κρασί. Μόλις τραβήξαμε το κρασί και τα τσίπρα, βάλαμε μέσα στην κάδη κάτι ξυνόμηλα που είχαμε να μη τα φάνε τα ποντίκια. Πάω ένα βράδυ να πάρω ξυνόμηλα, κοιτάω δυο κνάβια μέσα. Παίρνω ένα τσόλι, σκεπάζω την κάδη, βράζω ένα καζάνι νερό και τα ζεμάτισα. Κάτι τομάρια Νάσιο που είχαν, θηρία!» Ο Αποστόλης που αποτελεί μια δεξαμενή μνήμης για την Καστανιά και όλα τα χωριά γύρω της στις αφηγήσεις του εντάσσει με ιδιαίτερη μαεστρία πραγματικά ονόματα από χωριανούς και γνωστούς του αλλά καμιά φορά τεντώνει τόσο πολύ την ιστορία και με αυτό τον τρόπο, αφοπλίζει αμέσως τον οποιοδήποτε προσπαθήσει να αμφισβητήσει την αληθοφάνειά του. Πέραν αυτού όμως, κάτω από την αλήθεια ή τα ψέματα που ενδεχομένως λέει, κρύβονται ένα σωρό γεγονότα, καταστάσεις και πρόσωπα του χωριού του κι εδώ ακριβώς έγκειται η μεγάλη αξία των αφηγήσεών του καθώς είναι ο τελευταίος που θυμάται τόσο καθαρά ακόμη και την εποχή πριν από τον πόλεμο και μπορεί να διηγηθεί ένα σωρό πράγματα από τότε και μετά. Τις περισσότερες φορές ο Αποστόλης κλείνει τον κύκλο των αφηγήσεών του με μια ωραία ιστορία που όλοι καταλαβαίνουμε τι κρύβει κάτω από τα λόγια του… «Ένας γέρος που στα νιάτα του είχε διαπρέψει στο λαγοκυνήγι, είχε καταλήξει με ένα γέρικο σκυλί, μισότυφλο και σχεδόν κουφό και γι’ αυτό σταμάτησε να πηγαίνει και στο κυνήγι να μην ταλαιπωρείται το ζωντανό. Μια μέρα λοιπόν του λένε τα ανήψια του και τα εγγόνια του. Παππού, το πρωί θα έρθεις να πάμε κυνήγι. Ε, λέει. Το σκυλί δεν το βγάζω εγώ τώρα, αφού δεν ακούει, ούτε βλέπει. Όχι του λένε, δεν θα το πάρεις το σκυλί, θα έχουμε εμείς. Καλά λέει τότε, θα έρθω να μου περάσει κι εμένα ο καημός. Άμα βαρέσουμε όμως λαγό, θέλω το τομάρι. Καλά του λένε, πήγαν κυνήγι, βάρεσαν λαγό. Στο μοίρασμα πάνε να βγάλουν και του γέροντα, αλλά ανένδοτος αυτός, επιμένει ότι δεν θέλει κομμάτι, μόνο το τομάρι που τους είπε. Του έδωσαν λοιπόν το τομάρι, το παίρνει και πάει στο κουτί που κοιμόταν ο σκύλος, τον έβγαλε έξω και άρχισε να του το τρίβει στη μύτη. Τον βλέπει η γριά και του λέει: τι φτιάχνεις εκεί μωρέ γέροντα; Ε, μωρέ γριά της απαντάει. Το καημένο το σκυλί, τούφερα το τομάρι από το λαγό που βαρέσαμε και το τρίβω στη μύτη του να πάρει μυρωδιά. Α, ξεκουτάθηκες γέροντα του είπε γελώντας τότε η γριά. Το βράδυ η γριά, εκεί που ξάπλωσαν, βγάζει με τρόπο το βρακί της και άρχισε να τρίβει στη μύτη του κοιμισμένου γέροντα. Κάποια στιγμή από το τρίψιμο ξυπνάει ο γέροντας και τι να δει! Τι κάνεις εκεί μωρέ γριά; λέει. Α, να πάρεις λιγάκι μυρωδιά κι εσύ γέροντα μου γιατί κι εσύ δεν μπορείς…» Αλήθειες – ψέμματα δεν έχει σημασία γιατί τα λεγόμενα του Αποστόλη σχετικά με το κυνήγι, αποτελούν ένα ιδιαίτερο κεφάλαιο της τοπικής ιστορίας. Έχει και ο ίδιος να πει κάποιες προσωπικές εμπειρίες, εμπειρίες που τον έκαναν και ξεχωριστό κυνηγό. «Κυνηγούσα πάντα κουνάβια. Εδώ πιο κάτω έχει κάτι πλατάνια, με κουφάλες που πήγαιναν τα κουνάβια και κοιμόνταν μέσα. Είχα πάει παγάνα με χιόνι, και σε ένα πλάτανο βλέπω πως μπαινόβγαιναν κουνάβια. Πάω και βάζω ένα δόκανο μη και πάει κανένα και το πιάσω. Πάω λοιπόν στον πλάτανο και βάζω ένα αλποσίδερο. Ύστερα από 4 – 5 ημέρες, ένας μπάρμπας μου, ο Νίκος Σταθόπουλος στέλνει έναν ανηψιό μου και μου λέει πώς να πάω κάτω να ξεπιάσω το κουνάβι. Αυτός ο μπάρμπας μου με είχε δει από το μύλο του που έβαζα το δόκανο. Τι είχε γίνει; Είχε πάει μια γριά, η Λάμπρω Ζηνέλη στα πλατάνια να κόψει κισσό για τις γίδες της και πίαστηκε στο αλποσίδερο και τραβώντας εδώ κι εκεί να ελευθερωθεί, άφησε ένα μαύρο τσουράπι πάνω στο σίδερο που κρέμονταν. Αυτό είχε δει ο μπάρμπας μου και το πέρασε για κουνάβι. Όταν πλησίασα τον πλάτανο βλέπω ένα μαύρο πράγμα να κουνιέται. Βρε λέω, τι κουνάβι είναι αυτό; Δεν ξανάδα τέτοιο κουνάβι τόσο μεγάλο. Κι ήταν το τσουράπι! Πάω, κοιτάω, είχε αίματα παντού. Τι να κάνω, μαζεύω το σίδερο, βγάζω το τσουράπι και πάω σε ένα άλλο πλάτανο και το κρύβω. Σκέφτομαι, τόσα αίματα, κάποιος άνθρωπος πρέπει να τραυματίστηκε. Πάω στον μπάρμπα μου και του λέω: Μου παρήγγειλες με το παιδί. Τι κουνάβι ήταν αυτό; Εγώ δεν είχα κανένα σίδερο. Έπιασα άρνηση… Άστα αυτά μου λέει ο μπάρμπας μου. Έχεις τίποτα φάρμακα στο μαγαζί, ήξερε πως είχα πενικιλίνες και στρεπτομυκίνες. Τι θα κάνεις, κάνε και να μη χρεώσεις τίποτα. Δεν μπορούσα να κάνω διαφορετικά. Του είπα την αλήθεια, πήρα τηλέφωνο το γιατρό τι να κάνω, έστειλα τις ενέσεις και έτσι έγιανε η Λάμπρω». Είναι πάντως κάποιες νύχτες στο καφενείο της Καστανιάς και ιδίως όταν έχει προηγηθεί επιτυχές κυνήγι στο οποίο τιμητικά πάντα προσκαλούν και τον Αποστόλη που οι αλήθειες και τα ψέματα δεν τελειώνουν και είναι τυχερός όποιος βρεθεί εκεί…

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου